τολμάεις

τολμάεις
τολμᾱεις
1 daringτολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξP. 4.89

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τολμάεις — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 2nd sg (epic) τολμά̱εις , τολμήεις enduring masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεις — εσσα, εν, ΜΑ, και δωρ. τ. τολμάεις Α (για πρόσ. και πράγμ.) θαρραλέος, ριψοκίνδυνος (α. «οἷς τολμῆεν τὸ φρόνημα», Παλαιολ. Μιχ. β. «τολμάεις Ἐφιάλτα», Πίνδ.) αρχ. ανεκτικός, καρτερικός («τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”