- τολμάεις
- τολμᾱεις1 daring “τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” P. 4.89
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τολμάεις — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres ind act 2nd sg (epic) τολμά̱εις , τολμήεις enduring masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεις — εσσα, εν, ΜΑ, και δωρ. τ. τολμάεις Α (για πρόσ. και πράγμ.) θαρραλέος, ριψοκίνδυνος (α. «οἷς τολμῆεν τὸ φρόνημα», Παλαιολ. Μιχ. β. «τολμάεις Ἐφιάλτα», Πίνδ.) αρχ. ανεκτικός, καρτερικός («τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek